σαυρίδες

σαυρίδες
σαυρίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • σαυροειδή — Υποτάξη ερπετών στην οποία ανήκουν πάνω από 2500 είδη συγκεντρωμένα σε 21 οικογένειες, από τις οποίες αναφέρουμε κυρίως τους Σαυρίδες, τους Χαμαιλέοντες, τους Γκεκονίδες, τους Ιγουανίδες και τους Βαρανίδες. Τα Σ., οι διαστάσεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”